υδρογονικός

υδρογονικός
-ή, -ό / ὑδρογονικός, -ή, -όν, ΝΜ
νεοελλ.
χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υδρογόνο
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβλυση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + θ. γον- τού γίγνομαι + κατάλ. -ικός*. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. < υδρογόνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδρογονικός — ή, ό που έχει σχέση με το υδρογόνο: Υδρογονικές συνθέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδρογονικά — ὑδρογονικός of the production of water neut nom/voc/acc pl ὑδρογονικά̱ , ὑδρογονικός of the production of water fem nom/voc/acc dual ὑδρογονικά̱ , ὑδρογονικός of the production of water fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”